ή πώς παραλίγο να είχα γίνει
η γυναίκα πιο πλούσια του κόσμου
για την Στέλλα
Der kleine Löffel oder Wie ich beinahe die reichste Frau der Welt wurde
Κάποτε κάθησα σ΄ενα παγκάκι, ανάμεσα σε κάτι χαμηλά σπίτια, σε μια μικρή πλατεία της Άνω Πόλης. Ο ανοιξιάτικος ήλιος με ζέσταινε και κοίταζα την πόλη που απλωνόταν κάτω από τα πόδια μου. Βλέπεις όλη τη Θεσσαλονίκη μέχρι και το λιμάνι από εδώ ψηλά. Και τη θάλασσα!
Δεν ξέρεις ακριβώς πού τελειώνει το γαλάζιο του ουρανού, και πού αρχίζει το γαλάζιο της θάλασσας. Τα καράβια, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα — όλα ήταν μικρά σαν παιχνίδια κύβων. Εκεί κάτω είχε πολύ θόρυβο, ενώ εδώ επάνω: τι ηρεμία!
Η πλατεία ήταν άδεια εκτός από μια γατούλα. Χαϊδεύοντας τη κατάμαυρη γάτα κοίταζα ένα μισογκρεμισμένο σπίτι αριστερά και την αγριοσυκιά δίπλα του, που ακουμπούσε ένα κλαδί μέσα στην αγκαλιά της υδρορρόης.
Ξαφνικά, η γάτα τινάχτηκε και έφυγε τρέχοντας. Ένα παράθυρο στον πρώτο όροφο του σπίτιου αριστερά άνοιξε. Δεν είδα κανέναν άλλα άκουσα φωνές να ουρλιάζουν: “Δώσ‘ μου το!” “Όχι, δικό μου είναι!”
Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι παράξενο: από το παράθυρο πετάχτηκε ένα πράγμα, που έλαμπε στον ήλιο, και έπεσε στο δρόμο κουδουνίζοντας.
Ήταν ένα κουτάλι, ένα κουταλάκι ασημένιο, στρογγυλό και όμορφο.
Περίμενα, άλλα δεν φάνηκε καμιά ψυχή να πάρει το κουταλάκι. Τελικά, το πήρα εγώ και μαζεύοντας όλο το κουράγιο μου, χτύπησα την πόρτα του χαλασμένου σπιτιού.
Δεν συνέβει τίποτα. Χτύπησα άλλη μια φορά. Άκουσα να βήχει κάποιος πίσω μου. Στο δρόμο είδα μια γριά να έρχεται πρός εμένα. “Μάταια, μάταια!” Πάλι έβηξε. “Εδώ και χρόνια σ΄αυτο στο σπίτι δεν μένει κανείς.”
“Μα άκουσα φωνές απ‘αυτό το παράθυρο!” της είπα.
“Φωνές, ναι, ναι, οι φωνές έχουν μείνει. Άλλα όλοι αυτοί που τις έλεγαν, πέθαναν πριν από πολλά χρόνια.”
Μ΄αυτά τα λόγια το παράθυρο έκλεισε με πάταγο και μας άφησε να τρέμουμε το πάλιο σπίτι κι εγώ. Ύστερα, ησύχασαν όλα.
Φοβήθηκα. Η γριά ανέβηκε τον πλακόστρωτο δρόμο. Κι εγώ; Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Αποφάσισα να πάω πίσω στο σπίτι μου.
Έμενα στην οδό Καραϊσκάκη, στη φίλη μου, την Στέλλα, που επισκέφτηκα για μια εβδομάδα. Φτάνοντας στο σπίτι, η Στέλλα ήταν ήδη εκεί.
Της διηγήθηκα την ιστορία από το τρομακτικό σπίτι. Η φίλη μου πήρε το κουταλάκι, το κοίταξε και μου είπε: “Καλύτερα να το πας πίσω αυτό το πράγμα. Μπορεί να μας φέρει συμφορά.”
Συμφώνησα. Άλλα την άλλη μέρα, όταν η Στέλλα είχε πάει στη δουλειά της, έπλυνα το κουταλάκι και βλέποντας πώς ήταν όμορφο, το έβαλα πάλι στη τσέπη παντελονιού μου.
Πήγα στη Νέα Παραλία, εκεί που, σε μια σκαλωσιά από μετάλλο, οι ομπρέλες του Γιώργου Ζογγολόπουλου έκατσαν ανακούρκουδα μαζί σαν ένα σμήνος πουλιών σ΄ένα δέντρο.
Περπάτησα αφηρημένα όταν ξαφνικά ένας λαχειοπώλης φάνηκε μπροστά μου. Κανονικά, δεν αγοράζω ποτέ λαχεία, άλλα εκείνη την ημέρα έτυχε να το κάνω.
Ψάχνοντας κέρματα στη τσέπη του παντελονιού μου, άγγιξα το κουταλάκι και αυτή τη στιγμή ήξερα ότι θα κέρδιζα. Κέρδισα. Αγόρασα πέντε λαχεία. Πάλι κέρδισα. Αγόραζα δέκα. Τα κέρδισα όλα.
Ο λαχειοπώλης μου έριξε ένα βλέμμα φοβισμένο και βιάστηκε να φύγει. Φοβήθηκα λίγο. Τι συνέβει; Πως συνέβει αυτό;
Κατέβηκα τον πεζόδρομο της Λεωφόρου Νίκης. Κάποιοι ναύτες και πλοία περνούσαν το Θερμαϊκό. Μια γυναίκα ήρθε καταπάνω μου, καβάλα πάνω σε μια βέσπα, χωρίς κράνος, τα μαύρα μακριά μαλλιά της κυμάτιζαν στον άνεμο.
Γιατί φοβήθηκα; “Δεν είναι κακό να έχω τύχη”, είπα μέσα μου, “θα μπορούσα να κάνω λίγα λεφτά, ν΄αγοράσω ένα καλύτερο τηγάνι, μερικά βιβλία, και ίσως μάλιστα ένα καινούριο ποδήλατο ή μια κουρευτική μηχανή που να λειτουργεί χωρίς να πρέπει να την καλοπιάσεις. Και έτσι θα μπορούσα να κεράσω την Στέλλα σε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο!”
Πέρασα από το Λευκό Πύργο, σύμβολο της Θεσσαλονίκης. Σκέφτηκα πως παλιά ήταν φυλακή. Στα 1890 ένας φυλακιμένος, για να επανακτήσει την ελευθερία του, τον έβαψε με ασβέστη. Από τότε τον έλεγαν Λευκό Πύργο.
Στην πλατεία Αριστοτέλους μπήκα στο βιβλιοπωλείο “Ιανος”. Αρχικά ήθελα ν΄αγοράσω ένα βιβλίο από την Άλκη Ζέη. Άλλα τη στιγμή που ήθελα να πληρώσω είχα μια ιδέα: έπιασα το κουταλάκι. Μήπως μου δωρίσουν το βιβλίο;
Η πωλήτρια άνοιξε το ταμείο και μου έβαλε όλα τα λεφτά στον πάγκο: “Θέλετε μια σακούλα;”
“Ναι …” τραύλισα και έριξα μια μάτια στα κλεφτά γύρω μου: δεν πρόσεχε κανένας την σκηνή. Με την βαριά σακούλα βγήκα από το βιβλιοπωλείο. Αισθάνθηκα σαν μία αχόρταγη κλέφτρα σε κατάστημα. Αμέσως αγόρασα ένα σακίδιο και έκρυψα τα λεφτά μέσα.
Μουσκεμένη από τον ιδρώτα στάθηκα στην Πλατεία Αριστοτέλους. Αυτή η πλατεία, άνοιχτη προς τη θάλασσα απ΄τη μια μεριά και προς το βουνό απ΄την αλλη, ήξερε να λεεί ιστορίες. Κανονικά σταματούσα να τις ακούσω, άλλα αυτή τη στιγμή ήμουν τόσο ανήσυχη για όλα αυτά που συνέβηκαν, ώστε δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και να ακούσω.
Βιάστηκα στους δρόμους. Οι σκέψεις μου έτρεχαν. Θα μπορούσα να μπώ σε όλα τα μαγαζιά πολυτελείας στην οδό Βενιζέλους, και μέχρι το ηλιοβασίλεμα να ήμουν πλούσια! Θα μπορούσα ν΄αγοράσω ένα διαμέρισμα, όχι, ένα σπίτι, ή δύο, ένα καράβι, ένα αεροπλάνο, μια πισίνα και έναν τίτλο αριστοκρατών. Θα γύριζα σ΄όλο τον κόσμο, θα δούλευα μόνο όταν ήθελα και από τον κήπο μου θα μπορούσα να κάνω έναν παράδεισο.
Στην οδό Εγνατίας σταμάτησα μπροστά από μια τράπεζα. Και τι θα γινόταν, αν… Μπήκα μέσα. Στεγάζεται σ΄ένα πολύ όμορφο κτίριο, το εσωτερικό ήταν από μάρμαρο. Δίπλα από την πόρτα υπήρχε ένας φύλακας. Περίμενα στην ουρά. Όταν ήταν η σειρά μου, δεν είπα τίποτα, μόνο έπιασα το κουταλάκι.
“Αμέσως, αξιότιμη κυρία”, είπε ο υπάλληλος και άνοιξε το θησαυροφυλάκιο. Σ΄ένα μεγάλο σακί έβαλε τα μάτσα από χαρτονομίσματα και τα φόρτωσε πάνω σ΄ένα καρότσι, που μου έφερε μπροστά από την θυρίδα: “Αυτή τη στιγμή δεν έχω άλλα — μα αν θα έρθετε το απόγευμα, θα σας γεμίσω ακόμα ένα σακί.”
“Ευ- ευχαριστώ”, τραύλισα.
Ο φύλακας μου άνοιξε την πόρτα. Χαμογελώντας και χαιρετώντας άφησα την τράπεζα – η πιο ειρηνική και ευγενική ληστεία που είχε ποτέ γίνει εδώ και όλο καιρό. Στο δρόμο, μια γυναίκα μ΄ένα φόρεμα λουλουδάτο έπαιζε ακορντεόν, τα χέρια της κομψά φορτωμένα με δαχτυλίδια. Της έριξα μέσα στο καπέλο της ένα μάτσο από χαρτονομίσματα. Σταμάτησε να παίζει και έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Έφτασα, με το καρότσι μου, το Αλκαζάρ, το τζαμί του Hamza Bey, κτίστηκε από την Hafsa Hatun, κόρη του Hamza Bey, που ήταν στρατιωτικός διοικητής. Σ΄ένα παρκάκι δίπλα του κάθισα στην άρκη ένος πηγαδιού. Το νερό έτρεχε τραγουδώντας από την στάμνα μίας πέτρινης κυρίας – ασταμάτητα, ακριβώς όπως θα τρέχουν τα λεφτά στις τσέπες μου.
Ένιωσα και εγώ σαν ένας στρατιωτικός διοικητής, με όλα αυτά τα λεφτά. Θα μπορούσα να πάω σπίτι, ευχαρισημένη, άλλα τώρα, που είχα τόσα πολλά, ήθελα πάρα πάνω.
Το κουταλάκι στην τσέπη παντελονιού μού έδωσε δύναμη και ιδέες τεράστιες. Σε χρόνο μηδέν θα ήμουν η πιο γυναίκα πλούσια του κόσμου! Θα αγόραζα ένα νησί στο Νότιο Ειρηνικό, το μετρό του Λονδίνου, τα Λουτρά Παράδεισος, όλα τα ημερολόγια από το Λεονάρδο ντα Βίντζι και το τροπικό βροχερό δάσος στον Αμαζόνιο ποταμό. Στο ξενοδοχείο “Adlon” του Βερολίνου, που κοστίζει η σουίτα 12 χιλιάδες ευρώ τη νύχτα θα μπορούσα να μείνω για εβδομάδες!
Τα ήθελα όλα και ήμουν σίγουρη ότι θα τα αποκτούσα. Έπιασα το κουταλάκι. Μα τι ήταν αυτό; Ένας άντρας, με ρούχα φτωχικά, ήρθε κοντά μου και μου έδωσε το πορτοφόλι του. “Όχι!” Ήθελα να το του επιστρέψω, άλλα ήρθε ήδη ο επόμενος άντρας, και μια γυναίκα. Και οι δυο μου έδωσαν λεφτά, και άλλοι τρεις …
Το παρκάκι γέμισε με ανθρώπους, και όλοι ήθελαν να μου δώσουν χαρτονομίσματα, κέρματα, και μάλιστα κάρτες πιστωτικές μαζί με τον απόρρητο κωδικό αριθμό!
Ήθελα να φυγω, μα όπου και να γύριζα, από παντού ο κόσμος ερχόταν κοντά μου. Γριές και γέροι μου έδωναν τις συντάξεις τους, παιδιά τα χαρτζιλίκια τους. Ακόμα και ο ζητιάνος στην γωνιά μου έδωσε τις τελευταίες δεκάρες του.
Ήταν φοβερό! Άνοιξαν το σακίδιο μου κι έριξαν τα λεφτά μέσα, γέμισαν και το καρότσι. Ήθελα ν΄αφήσω το κουταλάκι, άλλα δεν το κατάφερα: το κουτάλι κολλούσε στο χέρι μου όπως πάντα. Βοήθεια! Είχα την κατάρα από εδώ και πέρα να μου δωρίζει όλος ο κόσμος τα λεφτά του;
Σκέφτηκα τον Λευκό Πύργο. Τι πρέπει να κάνω για να επανακτήσω την ελευθερία μου; Τι θα μπορουσα να βάψω με ασβέστη;
“Πρέπει να επιστρέψω στο πάλιο σπίτι”, αποφάσισα. Με κούραση κατάφερα στο τέλος να φτάσω την οδό Εγνατίας, που σταμάτησα ένα ταξί. Ανέβηκα: “Στην Άνω Πόλη, παρακαλώ!”
Αλλά ο ταξιτζής κατέβηκε: “Το ταξί είναι το δικό σας”, μου είπε χαμογελώντας.
“Αλτ! Μην φύγετε!” Μα ήταν ήδη μακριά και γύρω από το ταξί συγκεντρώθηκε κόσμος και άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ για να βάλει μέσα το καρότσι, που ήταν γεμάτο από λεφτά.
Έτσι έγινε το πως έτρεξα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, σ΄ένα ταξί χαρισμένο, στο χέρι ένα κουταλάκι, στο πορτ-μπαγκάζ εκατομμύρια – και να ελπίζω να μην με σταματήσει η αστυνομία.
Επιτέλους έφτασα την μικρή πλατεία στην Άνω Πόλη. Πάλι, η πλατεία ήταν άδεια. Το σπίτι τώρα ήταν στη σκιά, φάνηκε σκοτεινό. Δεν χτύπησα, έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Στο διάδρομο είδα φως και το ακολούθησα: μια πόρτα ήταν μισάνοιχτη και πίσω απ΄αυτή άκουσα κάποιον να βήχει. Ήταν η γριά, όρθια σε μια κουζίνα, μπροστά από ένα μεγάλο καζάνι που άχνιζε. “Έλα, έλα”, μου είπε.
“Θέλω να ξεφορτωθώ το κουταλάκι που έπεσε απ΄αυτό το σπίτι”, της εξήγησα.
“Το ξέρω. Ρίξε το μέσα στο καζάνι!”
Το καζάνι ήταν τόσο μεγάλο που έπρεπε να ανέβω μια σκάλα για να φτάσω την αρκή επάνω. Μέσα ήταν ζεστή χορτόσουπα. Προσπάθησα να πιάσω το κουτάλι. Μα έμεινε στο χέρι μου.
“Πιο δυνατά !” ούρλιασε η γριά.
Ξαναπροσπάθησα. Τίποτα.
“Με όλες τις δυνάμεις της ζωής σου!”
Έριξα το κουταλάκι με τις τελευταίες μου δυνάμεις και αυτή τη φορά ΄επεσε – άλλα έπεσα και εγώ, μέσα στο καζάνι με τη ζεστή χορτόσουπα. Το πρόσωπο της γριάς ήταν το τελευταίο που είδα. Τώρα θα κάνει κύβους σούπας από μένα σκέφτηκα.
Ύστερα, πήρα βράση, η σάρκα μου έγινε μαλακιά μαλακιά, ήμουν βρεγμένη ως το κόκκαλο και τα κόκκαλα μου έλιωσαν. Έλιωσε επίσης και το κουταλάκι, επιτέλους, έφυγε από το χέρι μου, έλιωσε στη ζεστή χορτόσουπα και τα χρήματα μέσα στο ταξί προσφέρθηκαν πίσω στους ιδιοκτήτες τους.
Τώρα η γριά ψάρεψε μ΄ένα δίχτυ τα κόκκαλά μου από την σούπα, τα έπλυνε και τα συναρμολόγησε ένα ένα. Με το νάιλον καλτσόν της ψάρεψε και τη σάρκα, την έπλυνε με πιπέρι και την ταίριαξε τα κόκκαλα. Στο τέλος, με καρύκεψε με ζωή.
Άνοιξα τα μάτια μου. Ήμουν πάλι ολόκληρη – η ίδια, αλλά συγχρόνως και διαφορετικιά.
Η γριά, με ελαφρότητα, έγειρε το καζάνι. Το βρωμόνερο πέρασε μπροστά μου, έτρεξε στο σουρωτήρι αποχέτευσης στο πάτωμα και έφυγε εκεί.
“Ευχαριστώ”, της είπα.
“Τίποτα”, χαμογέλασε.
Βγήκα από το σπίτι. Έξω στην πλατεία, το ταξί εξαφανίστηκε. Ο ήλιος ελάμπε, η γάτα χάιδεψε γύρω τα πόδια μου. Κατέβηκα στην πόλη, σιγά σιγά, σαν έπειτα από βαριά ασθένεια.
Όταν έφτασα στο σπίτι μου, είχε ήδη βραδιάσει και η Στέλλα έτρωγε βραδινό.
“Τι έγινε”, με ρώτησε όταν με είδε.
“Έγιναν … πολλά. Πρώτα, είχα λεφτά με ουρά, παραλίγο να αγόραζα τον κόσμο ολόκληρο, έπειτα βραζόμουν … ” Κάθησα. “Μα πήγα πίσω το κουταλάκι.”
Η Στέλλα μου έβαλε ένα πιάτο με μουσακά: “Ας φάμε τώρα και μετά μου τα λές όλα.”
Μα εγώ δεν μπορούσα να φάω: Από τότε που γεννήθηκα για δεύτερη φορά μέσα από μια χορτόσουπα, έγινα χορτοφάγος.